Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αγνίζω
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αγνίζω [aγnízo] (L)
  • cleanse, purify, expiate (syn L εξαγνίζω):
    • poem και σε βασιλοπούλα θα σ' αγνίση | μαρτύρων αίμα κι άχνη και φωτιά (Papadiam) |
    • ... με κλάψες αρχινάει | κι αγνίζει ο πόνος την ψυχή (Markoras) |
    • κι όλα θ' αγνίσω ολόγυρα σ' εσένα με το θιάφι (Sikel) |
    • ... ζωντανό σπαρταρά | το τραγούδι που ζη, που θερμαίνει, που αγνίζει (Kamarinea)

[fr K ← AG ἁγνίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go