Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αγκαθώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγκαθώνω [aŋgaθóno] Ρ1α : (λογοτ.) 1. αγκυλώνω με αγκάθι: Mε αγκάθωσε το τριαντάφυλλο. 2. (μτφ.) ενοχλώ, προσβάλλω με υπαινιγμούς: M΄ αγκάθωσαν τα λόγια σου.

[αγκάθ(ι) -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go