Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αγιογραφώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγιογραφώ [ajioγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : διακοσμώ ναό με θρησκευτικές παραστάσεις· ιστορώ2: Ο ναός ήταν αγιογραφημένος από έξοχους τεχνίτες.

[λόγ. αγιο- + -γραφώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go