Παράλληλη αναζήτηση
| 4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άτρομος, επίθ.
-
- Άφοβος, τολμηρός:
- (Λίβ. P 1689).
[αρχ. επίθ. άτρομος. H λ. και σήμ.]
- Άφοβος, τολμηρός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άτρομος -η -ο [átromos] Ε5 : που δεν αισθάνεται τρόμο, δεν τρομάζει· ατρόμητος.
[αρχ. ἄτρομος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άτρομος1 [átromos] ο,
- fearless person, brave (syn ο γενναίος):
- poem και γίναν ήσκιοι και γυρνάν τις νύχτες και είναι αγρίμια | του κάτου κόσμου κι οι άτρομοι ταράζονται σα λάφια (Palam)
[substantiv. m of άτρομος2]
- fearless person, brave (syn ο γενναίος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άτρομος2, -η, -ο [átromos]
- fearless, bold, dauntless, intrepid (syn in ατρόμαχτος):
- ~ καπετάνιος |
- ~ στρατός |
- άτρομη φωνή, ψυχή |
- άτρομο παιδί |
- άτρομο βλέμμα |
- οι άτρομες μάζες, άοπλες εκπόρθησαν τα ανάκτορα |
- τον άτρομο παπά μπροστά στου Xάρου το κοντάρι πώς θα μπορέσεις να τον κρύψεις (Vlachogiannis) |
- νέος άνθρωπος, .. ~, για τον κίνδυνο και τον αγώνα γεννημένος (Karkavitsas) |
- η άτρομη και προκλητική εκείνη ενατένιση του θανάτου .. έλαμπε στα μάτια του (Ouranis) |
- poem και βάλτε εμένα και τον άτρομο Mενέλαο μοναχούς μας | για την Eλένη να παλέψουμε κλ (Homer Il 3.69 Kaz-Kakr) |
- κι ένα κλωνάρι αμάραντο τ' ωραίο σου χέρι ας πάρει | να το προσφέρει στο άτρομο και στ' άξιο παλληκάρι (Malakasis)
[fr postmed, MG άτρομος ← K, AG]
- fearless, bold, dauntless, intrepid (syn in ατρόμαχτος):



