Combined Search
| 7 items total [1 - 7] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρυσαετός ο [xrisaetós] & χρυσαϊτός ο [xris(ai)tós] Ο17 : είδος αετού· αετός ο αυτοκρατορικός.
[ελνστ. χρυσαετός· κατά το αετός > αϊτός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρυσαλλίδα η [xrisalíδa] Ο26 : το δεύτερο στάδιο της μεταμόρφωσης της κάμπιας, προτού να γίνει πεταλούδα· νύμφη 2. || (επέκτ., σπάν.) πεταλού δα.
[λόγ. < αρχ. χρυσαλλίς, αιτ. -ίδα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρυσάνθεμο το [xrisánθemo] Ο42 : α.καλλωπιστικό φυτό με πολλές ποικιλίες· αγιοδημητριάτικο: Tα χρυσάνθεμα ανθίζουν συνήθως τον Οκτώβριο. Iαπωνία, η χώρα των χρυσανθέμων. β. το άνθος του παραπάνω φυτού: Άσπρο / κίτρινο / χρυσαφί ~.
[λόγ. < ελνστ. χρυσάνθεμον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρυσαφένιος -α -ο [xrisafénos] Ε4 : 1.που έχει το χρώμα και τη λάμψη του χρυσού· χρυσαφής: Tο κορίτσι με τα χρυσαφένια μαλλιά. 2. (λαϊκότρ.) που είναι κατασκευασμένος από χρυσό· χρυσός.
[χρυσάφ(ι) -ένιος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρυσαφής -ιά -ί [xrisafís] Ε8 & χρυσαφί [xrisafí] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα του χρυσού: Xρυσαφιά κλωστή. Xρυσαφιές / χρυσαφί κουρτίνες. Στη δύση του ο ήλιος γίνεται ~. || (ως ουσ.) το χρυσαφί, το χρυσαφί χρώ μα.
[χρυσάφ(ι) -ής· χρυσάφ(ι) -ί 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρυσάφι το [xrisáfi] Ο44 : 1.το μέταλλο χρυσός: Tα κοσμήματα είναι από καθαρό ~. Έχει μαλλιά ξανθά σαν ~. Είναι ντυμένος στο ~, φορά πολυτελή ρούχα και κοσμήματα. ΦΡ ~ πιάνει, χώμα γίνεται, για κπ. που και με την πιο κερδοφόρα επιχείρηση αν ασχοληθεί, καταστρέφεται οικονομικά. ANT ΦΡ χώμα* πιάνει, ~ γίνεται. 2. τα πλούτη: Ο σκοπός της ζωής του είναι να μαζεύει ~. Δε θ΄ άλλαζε την ελευθερία του για το ~ όλου του κόσμου. 3. (μτφ.) κτ. που θεωρούμε πολύτιμο: ~ είναι τα λόγια του. (προσφών.) ~ μου!, χρυσέ μου!
[μσν. χρυσάφι(ν) < ελνστ. χρυσάφιον υποκορ. του αρχ. χρυσός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρυσαφικό το [xrisafikó] Ο38 (συνήθ. πληθ.) : κόσμημα από χρυσό. || (ειρ.) για πολλά και φανταχτερά κοσμήματα: Tο τι ~ φορούσε δε λέγεται.
[χρυσάφ(ι) -ικό, ουδ. του -ικός]



