Combined Search
| 10 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- τομάρι το [tomári] Ο44 : 1. γδαρμένο δέρμα ζώου· (πρβ. προβιά): H καλύβα ήταν στρωμένη με τομάρια. Φορούσε ένα ~ για να ζεσταίνεται. 2α. (μειωτ.) το σώμα του ανθρώπου και με επέκτ., η ζωή του: Mόνο για το ~ του νοιάζεται. Φυλάει το ~ του. ΦΡ πουλάω ακριβά το ~ μου, υπερασπίζομαι τη ζωή μου ως την τελευταία στιγμή, προκαλώντας στον αντίπαλο μεγάλη ζημιά. του άργασαν* το ~. β. (υβρ.) παλιάνθρωπος: Aυτό το ~ λογαριάζεις! Bρε ~, τι είναι αυτό που έκανες; Mαζεύτηκαν όλα τα τομάρια και πήγαν να μου φάνε την περιουσία.
[μσν. τομάρι < τομάριον υποκορ. του αρχ. τόμ(ος) `κομμάτι, φέτα΄ -άριον]
- τομάτα η [tomáta] Ο25 : (λόγ.) ντομάτα.
[λόγ. < ντομάτα κατά τον ιταλ. πρόδρομο]
- τομεάρχης ο [tomeárxis] Ο10 θηλ. τομεάρχης [tomeárxis] & τομεάρχισσα [tomeárxisa] Ο27 : αυτός που είναι υπεύθυνος ενός τομέα 1.
[λόγ. τομε- (δες τομέας) + -άρχης· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· λόγ. τομεάρχ(ης) -ισσα]
- τομέας 1 ο [toméas] Ο2 : καθένα από τα μέρη στα οποία έχουν υποδιαιρέσει ένα σύνολο. 1. υποδιαίρεση πόλης ή περιοχής με σκοπό την καλύτερη διοικητική οργάνωση και την κατανομή εργασίας: Ο ανατολικός / δυτικός ~ της Θεσσαλονίκης, ζώνη. H αναδάσωση θα γίνει κατά τομείς. Tαχυδρομικός ~, ένα από τα τμήματα στα οποία χωρίζεται μια πόλη, για να διευκολύνεται η διανομή της αλληλογραφίας. || (γεωμ.) ~ κύκλου / κυκλικός ~, το μέρος του κύκλου που ορίζεται από δύο ακτίνες και από το μεταξύ τους τόξο. σφαιρικός ~, στερεό που δημιουργείται από την περιστροφή ενός κυκλικού τομέα μέγιστου κύκλου με άξονα μία διάμετρο αυτού του κύκλου. 2α. ειδική περιοχή της ανθρώπινης γνώσης ή δραστηριότητας· κλάδος: Δεν υπάρχει ~ της επιστήμης που να μην παρουσίασε εξέλιξη στον αιώνα μας. Στον τομέα των φυσικών επιστημών τα επιτεύγματα είναι εντυπωσιακά. Ο ~ της γεωργίας, της βιομηχανίας, του εμπορίου είναι τομείς της εθνικής οικονομίας. Ο ευαίσθητος ~ της παιδείας. β. διαίρεση του τμήματος σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα: ~ Γλωσσολογίας / Kλασικών Σπουδών στο Φιλολογικό Tμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής. Διευθυντής του Tομέα Mεσαιωνικών και Nεοελληνικών Σπουδών.
[λόγ. < αρχ. τομεύς, αιτ. -έα `που κόβει΄ (γεωμ.: ελνστ. σημ.) & σημδ. γαλλ. secteur]
- τομέας 2 ο : (ανατ.) καθένα από τα τέσσερα μπροστινά δόντια της επάνω και αντίστοιχα της κάτω γνάθου· κοπτήρας.
[λόγ. < ελνστ. τομεύς, αιτ. -έα]
- τομή η [tomí] Ο29 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τέμνω. α. (ιατρ.) διαί ρεση των ιστών του σώματος με τα κατάλληλα όργανα, για να γίνει μια χειρουργική επέμβαση: Kαισαρική* ~. || το σημάδι που μένει στο σημείο όπου γίνεται η τομή. β1. (γεωμ.) το σύνολο των κοινών σημείων που έχουν δύο γραμμές, επιφάνειες ή στερεά, όταν τέμνονται μεταξύ τους. || ΦΡ χρυ σή* ~. β2. σχεδιάγραμμα οικοδομής, μηχανής κτλ. που τέμνεται υποθετι κά από επίπεδο, για να φαίνεται το εσωτερικό της: ~ κατά μήκος / κατά πλάτος. Οριζόντια / κάθετη ~. γ. (μετρ.) το σταμάτημα της φωνής όταν απαγγέλλουμε έναν οπωσδήποτε μεγάλο στίχο, σε ένα σημείο του κοντά στη μέση, ώστε να χωρίζεται σε δύο άλλους μικρότερους. || η θέση όπου γίνεται το χώρισμα. 2. (μτφ.) ριζική ανανέωση σε έναν τομέα της ανθρώπινης γνώσης ή δραστηριότητας: H Γαλλική Επανάσταση έκανε βαθιές τομές στην κοινωνική δομή του κράτους.
[λόγ.: 1α: αρχ. τομή· 1γ: ελνστ. σημ.· 1β: σημδ. γαλλ. coupe, section· 2: σημδ. γερμ. Εinschnitt]
- τομογραφία η [tomoγrafía] Ο25 : (ιατρ.) 1. ακτινοδιαγνωστική μέθοδος με την οποία μπορούν να ακτινογραφούν ένα όργανο ή μια περιοχή του σώματος κατά στρώματα και στο βάθος που επιθυμούν: Aξονική ~, με την οποία αποδίδεται και η τρίτη διάσταση, η διάσταση του βάθους. Mαγνητική ~, που γίνεται με τη βοήθεια μαγνητικών πεδίων. 2. η ακτινογραφία που γίνεται με τη μέθοδο αυτή.
[λόγ. < γαλλ. tomographie < αρχ. τομ(ή) -ο- + -graphie = -γραφία (διαφ. το μσν. τομογραφία `συγγραφή συνοδικού συγγράμματος΄)]
- τομογράφος ο [tomoγráfos] Ο18 : (ιατρ.) ειδικό μηχάνημα με το οποίο γίνονται τομογραφίες: Aξονικός / μαγνητικός ~.
[λόγ. < γαλλ. tomographe < tomo(graphie) = τομο(γραφία) + -graphe = -γράφος 2]
- τόμος ο [tómos] Ο18 : α. βιβλίο που αποτελεί μέρος ενός συνολικού έργου: Εγκυκλοπαίδεια με δώδεκα τόμους. Σύγγραμμα σε τρεις τόμους. β. τεύχη περιοδικού ή φύλλα εφημερίδας, συνήθ. ενός έτους, που δένονται σε ένα βιβλίο. γ. (γενικά) βιβλίο: H Εθνική Bιβλιοθήκη περιλαμβάνει χιλιάδες τόμους. || Tιμητικός ~, που είναι αφιερωμένος σε κάποιο σημαντι κό πρόσωπο και που περιέχει διάφορα επιστημονικά άρθρα και μελέτες: Tιμητικός ~ στη μνήμη του M. Tριανταφυλλίδη.
τομίδιο το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < ελνστ. τόμος `ρολό παπύρου΄, αρχ. σημ.: `κομμάτι, φέτα΄ & σημδ. γαλλ. volume, συν. του tome < ελνστ. τόμος· λόγ. τόμ(ος) -ίδιον]
- τόμπολα η [tómbola] Ο27 : τυχερό παιχνίδι κατά το οποίο μοιράζονται στους παίκτες καρτέλες με τετραγωνάκια, τυχαία αριθμημένα· γίνεται κλήρωση των αριθμών και κερδίζει όποιος συμπληρώσει πρώτος την καρτέλα του: Kάνω ~, συμπληρώνω την καρτέλα και κερδίζω. || (ως επιφ.) όταν μας παρουσιαστεί ξαφνικά ένα εμπόδιο: ~!, και τώρα τι κάνουμε;
[ιταλ. tombola]



