Combined Search
| 7 items total [1 - 7] | << First < Previous Next > Last >> |
- ρομανικός -ή -ό [romanikós] Ε1 : 1.Ρομανικές γλώσσες, αυτές που προήλθαν από τη δημώδη λατινική, όπως η ιταλική, η ισπανική, η ρουμανική κτλ.· λατινογενής, νεολατινικός. || που αναφέρεται στις γλώσσες αυτές: Ρομανική φιλολογία / γλωσσολογία. 2. Ρομανική τέχνη, που αναπτύχθηκε στη μεσαιωνική δυτική Ευρώπη κατά τον 11ο και 12ο αι., με καθοριστικό αλλά όχι μοναδικό παράγοντα τη ρωμαϊκή παράδοση: Ρομανική αρχιτεκτονική. ~ ρυθμός. Tα ρομανικά μνημεία έχουν κάτι το σχηματικό και φανταστικό, που τα διακρίνει από τα γοτθικά. H ρομανική τέχνη είναι η τέχνη του χριστιανισμού που αντιστέκεται στις βαρβαρικές επιδρομές, σε μια από τις πιο πολυτάραχες εποχές της ιστορίας.
[λόγ. < λατ. romanicus (-icus = -ικός) `ρωμαϊκός΄ κατά τη σημ. του γαλλ. roman < λατ. Romanus `Ρωμαίος΄ (πρβ. ελνστ. ῾Ρωμᾶνος `Ρωμαίος άποικος΄, ῾Ρωμανία (δες ρωμιός) < λατ. Romanus)]
- ρομάντζα η [romándza] Ο25α : η πράξη του ρομαντζάρω· ρεμβασμός: Nυχτερινές ρομάντζες. Πάμε στην παραλία για ~, για να ρομαντζάρουμε, να ρεμβάσουμε. || τοποθεσία ή ώρα που είναι κατάλληλη για ρομάντζα ή που προκαλεί διάθεση για ρομάντζα, ρεμβασμό.
[ιταλ. romanza `ποιητική ή μουσική συναισθηματική σύνθεση΄ με επίδρ. της σημ. του ρομαντικός]
- ρομαντζάρω [romandzáro] Ρ6α : κάθομαι και απολαμβάνω ένα ωραίο φυσικό τοπίο ή περιβάλλον, έχοντας διώξει από το νου μου κάθε σκέψη και έγνοια για την καθημερινότητα· κάνω ρομάντζα, ρεμβάζω.
[ρομάντζ(α) -άρω]
- ρομάντζο το [romándzo] Ο39 : είδος μυθιστορήματος, πλαστή ερωτική ιστορία σε έντεχνο πεζό λόγο, που στοχεύει στην απλή ευχαρίστηση ή στην εύκολη συγκίνηση: Λαϊκό ~.
[ιταλ. romanzo < γαλλ. roman (στη νέα σημ.) < παλ. γαλλ. romanz `σύνθεση στα γαλλικά΄ < μσνλατ. *romanice `στην κοινή (ρομανική) γλώσσα και όχι στα λατινικά΄ (πρβ. παλ. ιταλ. romans ίδ. σημ.) < λατ. Romanus `Ρωμαίος΄]
- ρομαντικός -ή -ό [romandikós] Ε1 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στο ρομαντισμό, που εκφράζει το πνεύμα του ή είναι σύμφωνος με τις αρχές του: Ρομαντική τέχνη / λογοτεχνία. Ρομαντικό έργο / ποίημα / μυθιστόρημα. Ρομαντική εποχή. Ρομαντική τεχνοτροπία. Ρομαντική σχολή. ~ ποιητής. Ρομαντικά και κλασικιστικά στοιχεία στην ποίηση του Kάλβου. || (ως ουσ.) ο ρομαντικός, για καλλιτέχνη που ακολουθεί το ρομαντισμό: Οι ρομαντικοί του 19ου αιώνα. 2α. (για πρόσ.) που είναι υπέρμετρα συναισθηματικός, που έχει μια απόλυτη και άδολη πίστη σε κτ. ιδανικό, εξωπραγματικό και ανέφικτο. || ο επιρρεπής σε ονειροπολήσεις και ρεμβασμούς: ~ χαρακτήρας / νέος. β. που προκαλεί διάθεση για ρεμβασμό, ονειροπόληση: Ρομαντική θέα / μουσική / τραγούδια. γ. που αναφέρεται σε μια τρυφερή, ερωτική, αισθηματική σχέση: Mια ρομαντική συνάντηση. δ. ιδανικός και ανέφικτος, εξωπραγματικός: Ρομαντικοί στόχοι. Θεώρηση / άποψη ρομαντική.
ρομαντικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 2: Σκέπτεται ~. [λόγ.: 2: ιταλ. romantico & γαλλ. romantique (-ico, -ique = -ικός) < αγγλ. romantic < παλ. γαλλ. roman (δες ρομάντζο)· 1: σημδ. γερμ. romantisch (στη νέα σημ.) < γαλλ. romantique]
- ρομαντικότητα η [romandikótita] Ο28 : η ιδιότητα, ο χαρακτήρας του ρομαντικού.
[λόγ. ρομαντικ(ός) -ότης > -ότητα]
- ρομαντισμός ο [romandizmós] Ο17 : 1.λογοτεχνική και καλλιτεχνική κίνηση (κατά το 18ο αιώνα και τις αρχές του 19ου) που έδινε υπερβολική σημασία στη φαντασία και στο συναίσθημα: Γαλλικός / γερμανικός / αγγλικός ~. H αντίθεση του ρομαντισμού προς τον κλασικισμό. 2. η τάση, η διάθεση του ρομαντικού2: Ο ~ των νέων ανθρώπων.
[λόγ. < γαλλ. romantisme (-isme = -ισμός)]



