Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Παρασκευάς
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρασκεύασμα το [paraskévazma] Ο49 : (ιατρ.) ιστοί, μικρόβια (ή και αίμα) που ύστερα από ειδική επεξεργασία χρησιμοποιούνται για μικροσκοπικές εξετάσεις ή για πειραματικές ασκήσεις: Iστολογικό / μικροβιακό / ανατομικό ~. || (χημ.) προϊόν, ουσία που έχει παραχθεί με χημικές μεθόδους: Στη γεωργία χρησιμοποιούνται διάφορα χημικά παρασκευάσμα τα. || (φαρμ.) μείγμα, σύνθεμα φαρμάκων για θεραπευτική χρήση.

[λόγ. < ελνστ. παρασκεύασμα `διευθέτηση΄ σημδ. γαλλ. préparation]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρασκευαστής ο [paraskevastís] Ο7 θηλ. παρασκευάστρια [paraskevá stria] Ο27 : ειδικευμένος βοηθός επιστημονικού (πανεπιστημιακού ή άλλου) εργαστηρίου (χημικού, μικροβιολογικού, ακτινολογικού κτλ.).

[λόγ. < αρχ. παρασκευαστής `προμηθευτής΄ σημδ. γαλλ. préparateur· λόγ. παρασκευασ(τής) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go