Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Ονούφριος ο [onúfrios] Ο20 : μόνο στην έκφραση σαν τον Άγιο Ονούφριο, για πολύ αδύνατο άνθρωπο, χλωμό ή ζαρωμένο: Mε τη δίαιτα που έκανε έγινε σαν τον Άγιο Ονούφριο.
[λόγ. < ελνστ. Ὀνούφριος (αιγυπτ. προέλ.)]



