Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Ολύμπιος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ολύμπιος -α -ο [olímbios] Ε6 : 1. που αναφέρεται στον Όλυμπο: Ολύμπιοι Θεοί, οι δώδεκα θεοί του Ολύμπου. Ο ~ Δίας. Nαός του Ολυμπίου Διός. || (ως ουσ.) τα Ολύμπια*. 2. ως θετικός χαρακτηρισμός ιδιότητας ή συμπεριφοράς (που αποδιδόταν στους θεούς του Ολύμπου και ιδίως στο Δία): Ολύμπια γαλήνη / αταραξία / ομορφιά. Δέχτηκε το αποτέλεσμα με ολύμπια αταραξία.

[λόγ.: 1: αρχ. Ὀλύμπιος· 2: σημδ. γαλλ. olympien]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go