Combined Search
| 35 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- Νικαεύς ο.
-
- Ο κάτοικος της Νίκαιας (Μ. Ασίας):
- (Ψευδο-Σφρ. 15626).
[μτγν. εθν. Νικαεύς (TLG)]
- Ο κάτοικος της Νίκαιας (Μ. Ασίας):
- νικαραγουανός -ή -ό [nikaraγuanós] Ε1 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στη Nικαράγουα ή στους κατοίκους της ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Nικαραγουανή κυβέρνηση. Nικαραγουανή πρωτεύουσα. 2. (ως ουσ.) ο Nικαραγουανός, θηλ. Nικαραγουανή, ο κάτοικος της Nικαράγουας. || (ως επίθ.): Nικαραγουανοί υπουργοί.
[λόγ. Nικαράγου(α) -ανός < αγγλ. Nicaragua (ορθογρ. δαν.) < ισπαν. Nicaragua (από γλ. των Ινδιάνων)]
- νικάρης ο.
-
- Νικητής:
- όπλον όπου μ’ έκαμνεν πάντα νικάρην (Κυπρ. ερωτ. 1461).
[<νικώ + κατάλ. ‑άρης]
- Νικητής:
- νίκελ το [níkel] Ο (άκλ.) : 1.νικέλιο. 2. επινικελωμένο εξάρτημα: Tα ~ του αυτοκινήτου. || (ως επίθ.): Tαμπακιέρα ~, νικέλινη.
[λόγ. < γερμ. Nickel]
- νικέλινος -η -ο [nikélinos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος από νίκελ.
[λόγ. νίκελ -ινος]
- νικέλιο το [nikélio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : χημικό στοιχείο από τα μέταλλα, που έχει αργυρόλευκο χρώμα και που είναι ανοξείδωτο σε κανονική θερμοκρασία.
[λόγ. νίκελ -ιον]
- νικελιούχος -ος / -α -ο [nikeliúxos] Ε14 : που περιέχει νικέλιο: ~ χαλκός. Nικελιούχα μεταλλεύματα.
[λόγ. νικέλι(ον) + -ούχος απόδ. γαλλ. nickéli fère]
- νικέλωμα το [nikéloma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του νικελώνω.
[λόγ. νικελω- (δες νικελώνω) -μα μτφρδ. γαλλ. nickelure]
- νικελώνω [nikelóno] -ομαι Ρ1 : καλύπτω την επιφάνεια ενός μεταλλικού αντικειμένου με λεπτό στρώμα από νίκελ· επινικελώνω.
[λόγ. νίκελ -ώ > -ώνω μτφρδ. γαλλ. nickeler]
- νικέλωση η [nikélosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του νικελώνω, κάλυψη ενός μεταλλικού αντικειμένου με λεπτό στρώμα από νίκελ· επινικέλωση.
[λόγ. νικελω- (δες νικελώνω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. nickelage]



