Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Μήτρος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μητροσκόπηση η [mitroskópisi] Ο33 : ιατρική εξέταση του τραχήλου της μήτρας με ειδικό όργανο.

[λόγ. < γαλλ. métroscopie < métro- = μητρο- 2 + -scopie = -σκόπη(σις) -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μητροσκόπιο το [mitroskópio] Ο40 : το ειδικό όργανο με το οποίο γίνεται η μητροσκόπηση.

[λόγ. < γαλλ. métroscope < métro- = μητρο- 2 + -scope = -σκόπιον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go