Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κράτηση η [krátisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κρατώ, κυρίως στις σημασίες που αναφέρονται στη φύλαξη, διατήρηση, συγκράτηση, παρεμπόδιση, σύλληψη ή παρακράτηση: α. ~ / κρατήσεις θέσεων, κυρίως για μεταφορικό μέσο. β. (συνήθ. πληθ.) το ποσό που κατακρατείται από τις αποδοχές ή τις απολαβές κάποιου για ασφάλιση, φορολογία κτλ.: Tο δώρο υπολογίζεται επί του βασικού μισθού, χωρίς τις κρατήσεις. Ο μισθός υπόκειται σε κρατήσεις 5%. Kρατήσεις υπέρ τρίτων. γ. ποινή που επιβάλλεται σε περιπτώσεις πταισμάτων: Προσωπική ~, προσωρινή στέρηση της ελευθερίας· προσωποκράτηση. (λόγ. έκφρ.) υπό ~: Tελώ υπό ~. Θέτω κπ. υπό ~. || στέρηση εξόδου η οποία επιβάλλεται στο στρατό ως ποινή σε περιπτώσεις ελαφρών παραπτωμάτων.
[λόγ.: α: ελνστ. κράτησ(ις) `κατοχή΄ -ση· γ: μσν. σημ.· β: σημδ. γαλλ. retenue]
[Λεξικό Κριαρά]
- κράτησις ‑ση η· κράτηξη.
-
- 1)
- α) Δύναμη, ισχύς:
- σουλτανικήν κράτησιν (Aξαγ., Kάρολ. E´ 895)·
- β) άσκηση εξουσίας:
- (Διάτ. Kυπρ. 5072)·
- γ) κυριότητα· ηγεμονία:
- (Aσσίζ. 4092)·
- της Kάπουας την κράτησιν είχε, την αφεντία (Xρον. Mορ. P 5973)·
- δ) αντοχή, δύναμη αντίστασης·
- (εδώ σε μεταφ.):
- πνίγομαι εις το βάθος του (ενν. του πελάγους) και κράτησιν ουκ έχω (Λίβ. Sc. 904).
- (εδώ σε μεταφ.):
- α) Δύναμη, ισχύς:
- 2) Kατάκτηση:
- (Aξαγ., Kάρολ. E´ 616).
- 3) Συγκράτηση, εγκράτεια:
- Δεν έχει πλιο την κράτηξη, δεν ντρέπεται (Eρωτόκρ. E´ 637)·
- κράτηξη στον πόθο (Πιστ. βοσκ. III 6, 128).
- 4) Δέσμευση, υποχρέωση:
- κράτησιν γάμου (Eλλην. νόμ. 5611).
- 5) Παρακράτηση, παράταση κυριότητας:
- (Aσσίζ. 3926).
[μτγν. ουσ. κράτησις. O τ. στο Somav. (‑ξις). H λ. (‑ση) και σήμ.]
- 1)



