Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιώβειος -α -ο [ióvios] Ε6 : στην έκφραση ιώβεια υπομονή, που δεν εξαντλείται με την πάροδο του χρόνου· μακρόχρονη και ακατάβλητη, ανεξάντλητη.
[λόγ. < ελνστ. Ἰώβ (όν. προφήτη της Π.Δ.) -ειος μτφρδ. γαλλ. de Job]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιωβηλαίο το [ioviléo] Ο39 : 1. επίσημη γιορτή για τη συμπλήρωση πενήντα χρόνων άσκησης δημόσιου λειτουργήματος, ορισμένης κοινωνικής προσφοράς, έγγαμου βίου κτλ.· (πρβ. πεντηκονταετηρίδα): Γιόρτασαν το ~ των γάμων τους. Tο ~ της δημοσιογραφικής δράσης κάποιου. Tο ~ μιας εφημερίδας. || (σπανιότ.) για 25 ή 100 χρόνια· (πρβ. εικοσιπενταετηρίδα, εκατονταετηρίδα). 2α. Εβραϊκό ~, το τελευταίο και αφιερωμένο στο Θεό έτος κάθε πεντηκονταετίας στο αρχαίο εβραϊκό ημερολόγιο. β. ~ των καθολικών, γενική άφεση αμαρτιών που παραχωρείται από τον πάπα.
[λόγ.: 2α: ελνστ. ἰωβηλαῖον < εβρ. Yobbel· 1, 2β: σημδ. γαλλ. jubilé < λατ. jubilaeus < ελνστ. ἰωβηλαῖον]



