Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Θεοφύλακτος
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
θεοφύλακτος, επίθ.
  • Που προστατεύεται από το Θεό:
    • την θεοδόξαστον και θεοφύλακτον … Κωνσταντινούπολιν (Ψευδο-Σφρ. 53837).

[<ουσ. Θεός + φυλάττω. Η λ. τον 5. αι.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go