Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηλίαση η [ilíasi] Ο33 : μορφή θερμοπληξίας που οφείλεται σε παρατεταμένη παραμονή κάτω από τον καυτό ήλιο, στην παρατεταμένη επίδραση των ηλιακών ακτίνων στα ακάλυπτα μέρη του σώματος: Tο καλοκαίρι μην αφήνετε το κεφάλι σας ακάλυπτο, γιατί υπάρχει φόβος ηλίασης.
[λόγ. < ελνστ. ἡλία(σις) `έκθεση στον ήλιο΄ -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηλιαστής ο [iliastís] Ο7 : μέλος του αρχαίου αθηναϊκού δικαστηρίου της Hλιαίας.
[λόγ. < αρχ. ἡλιαστής]



