Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Ευμένης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευμενής -ής -ές [evmenís] Ε10 : 1.που αντιμετωπίζει κπ. ή κτ. με ευνοϊκή ή φιλική διάθεση: Ήμουν πάντοτε ~ απέναντί του. H τύχη ήταν ~ προς την οικογένειά μου. 2. που εκδηλώνει ευνοϊκή διάθεση, αποδοχή ή έγκρι ση. ANT δυσμενής2: Tο κοινό έκανε ευμενή σχόλια για τον καλλιτέχνη. H κρίση της επιτροπής είναι ~. (λόγ.) ευμενώς ΕΠIΡΡ: Είναι ~ διατεθειμένος. Διάκειται ~. ANT δυσμενώς.

[λόγ. < αρχ. εὐμενής, εὐμε νῶς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go