Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Δώρος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
δώρος το.
  • 1) Δώρο, χάρισμα:
    • η ανθρωπότη … να δεκτεί το δώρος (Φορτουν. Αφ. 47).
  • 2) (Σε αρνητ. προτάσεις) τίποτε:
    • τα κλάηματά σου … δώρος τση καρδιάς σου δεν κάνουσι (Πανώρ. Α´ 232).

[<ουσ. δώρον με μεταπλ. Η λ. και σήμ. κρητ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δωρόσημο το [δorósimo] Ο41 : ένσημο που επικολλάται στο ασφαλιστικό βιβλιάριο και που αντιστοιχεί στο δώρο των Xριστουγέννων ή του Πάσχα.

[λόγ. δώρ(ον) -ο- + -σημον κατά το γραμματόσημον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go