Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Γιούρι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γιούρια [júrja] επιφ. : (λαϊκότρ.) προτρεπτικό για έφοδο ή ενθαρρυντικό για κάποια ομαδική προσπάθεια· εμπρός.

[τουρκ. yürü `προχώρα΄ (στρατιωτική διαταγή, ρ. yürü, πρβ. γιουρούσι) (κατά την προστ. τρέχα) και ανάπτ. μεσοφ. [j] για αποφυγή της χασμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go