Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Βίας
12 items total [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βιάση η [vjási] Ο30 (χωρίς πληθ.) : (λογοτ.) η βιασύνη.

[βια- (βιάζω 2, -ομαι) -ση]

[Λεξικό Κριαρά]
βιάση η.
  • Βιασύνη, σπουδή, βία:
    • Φεύγει με βιάση ο πασάς και τα μπερτόνια αφήνει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 39319· Φορτουν. Α´ 95).

[<βιάζω + κατάλ. ση. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βιασμός ο [viazmós] Ο17 : 1. εξαναγκασμός κάποιου σε συνουσία χωρίς τη θέλησή του: Aνακαλύφτηκε ο δράστης των τελευταίων βιασμών. 2. βίαιη επέμβαση, παραβίαση: Ο ~ της θέλησης του ελληνικού λαού. Ο ~ της γλώσσας.

[λόγ.: 2: ελνστ. βιασμός, αρχ. σημ.: `βία΄· 1: σημδ. γαλλ. viol]

[Λεξικό Κριαρά]
βιασμός ο.
  • 1) Βιαιότητα· θυμός:
    • (Λίβ. (Lamb.) N 403).
  • 2) Σπουδή, βιασύνη:
    • να φάτε αυτό με βιασμό (Πεντ. Έξ. XII 11).
  • 3) (Ιατρ., στον πληθ.) οξείς σπασμωδικοί πόνοι στα έντερα κατά την προσπάθεια για αποπάτηση, ιδ. σε περίπτωση διάρροιας:
    • Εις βιασμούς, όταν δεν δύνεται να σπαράξει (Ιατροσ. κώδ. το´
    • να έχει βιασμούς ωσάν λυσιντερία (Ιατροσ. κώδ. σλς´).

[αρχ. ουσ. βιασμός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βιαστήρι το.
  • Θησαυροφυλάκιο:
    • εδώκαν του απέσω εκ το βιαστήρι λογάριν πλήθος, χρήματα (Χρον. Μορ. H 7148).

[<ουσ. βεστιάριον με πιθ. παρετυμ. προς το βιάζω και επίδρ. ουσ. σε ‑τήρι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βιαστής ο [viastís] Ο7 : 1. αυτός που εξαναγκάζει κπ. σε συνουσία χωρίς τη θέλησή του: H αστυνομία συνέλαβε το βιαστή. 2. αυτός που επεμβαίνει βίαια, που ασκεί βία: Οι βιαστές της ελληνικής γλώσσας.

[λόγ. < ελνστ. βιαστής `που ασκεί βία΄, με αλλ. της σημ. κατά το βιάζω 1]

[Λεξικό Κριαρά]
βιαστής ο.
  • 1) Αυτός που χρησιμοποιεί βία, βασανιστής:
    • πικρός βιαστής μου, τύραννος αιματοκαρδιοπότης (Λίβ. Sc. 2252).
  • 2) Επόπτης, επιστάτης (εργασίας):
    • (Πεντ. Έξ. V 6).

[μτγν. ουσ. βιαστής. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βιαστικά, επίρρ.
  • Με σπουδή, γρήγορα:
    • εδράμαν βιαστικά (Θρ. Κύπρ. 193).

[<επίθ. βιαστικός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βιαστικός, επίθ.
  • 1) Που βιάζεται:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 42311).
  • 2) (Προκ. για είδηση) που βιάζει, που επείγει:
    • μαντάτο βιαστικό (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3933).
  • 3) Καταναγκαστικός, τυραννικός:
    • η βιαστική εξουσία (Κορων., Μπούας 73).
  • 4) (Προκ. για τόπο, δρόμο) δύσβατος:
    • (Παράφρ. Χων. 666).

[αρχ. επίθ. βιαστικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βιαστικός -ή -ό [vjastikós] Ε1 : 1. (για πρόσ.) που πιέζεται από την έλλειψη χρόνου: Δεν έχω καιρό για κουβέντες, είμαι βιαστική. Έφυγε ~ για τη δουλειά του. 2. (για ενέργειες) α. που γίνεται μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα: Bιαστικό σημείωμα. Bιαστική αναχώρηση. Δε θέλω βιαστικές δουλειές. Mην παίρνεις βιαστικές αποφάσεις. β. που ο χρόνος πιέζει να γίνει σε σύντομο (χρονικό) διάστημα· επείγων: H υπόθεση είναι βιαστική και δεν παίρνει αναβολή. βιαστικά ΕΠIΡΡ στις σημ. 1, 2α: Έφυγα ~ και ξέχασα τα γυαλιά μου. Ενέργησες ~ και πρόχειρα.

[βιάσ(η) -τικός (διαφ. το αρχ. βιαστικός `βίαιος΄)]

< Previous   [1] 2   Next >
Go to page:Go