Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αρτέμιος [artémios] ο, (L) PatrG & ModG m pers-n (syn Aρτέμης 1)
[fr kath Aρτέμιος ← PatrG Aρτέμιος, der of 0Aρτεμις]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[fr kath Aρτέμιος ← PatrG Aρτέμιος, der of 0Aρτεμις]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |