Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Ανέστης [anéstis] ο, (& Aνέστος) pers-n
- :
- ο ~ δεν πρόκειται να γίνει καλός άνθρωπος (Petsalis) |
- ο Aνέστος ήταν ένα κόκκαλο πολύ γερό (Patatzis)
[fr the phr Xριστός ανέστη]



