Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Άνταμ
35 items total [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
αντάμ-παπαντάμ [adám papadám] adv phr (& αναντάν-μπαμπαντάν) (D)
  • from a long way back, from father to son (syn πάππου-προσπάππου, near-syn L ανέκαθεν):
    • βγήκανε οι δικοί μας και τους κοιτάζανε τους δόλιους τους Tούρκους και τους συμπονούσανε, γιατί ζήσανε μαζί τους τόσα και τόσα χρόνια, ~ (Petsalis) |
    • δικό μας είναι το ξωκλήσι, πατρογονικό, ~ (id.) |
    • προγονικό το 'χαμε, δικός μας ο τόπος είναι, ~ (id.) |
    • στη Bόνιτσα και στο ξηρόμερο είναι οι Γριβαίοι, πάντα οι Γριβαίοι, ~ (id.) |
    • εμείς οι Tούρκοι τον έχουμε μοιρασμένο τον τόπο ~ στις φάρες μας· όποιος ξένος κάθεται πάνω του πρέπει να πληρώνει φόρο (Tsirkas, adapted) |
    • συγχωριανός και συμπατριώτης αναντάν-μπαμπαντάν |
    • εμείς οι Eλληνες είμαστε ευγενήδες ~ (Myriv)

[fr Turk anadan-babadan]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντάμα [andáma] επίρρ. : (λαϊκότρ.) μαζί: ~ τρων και πίνουνε, ~ πολεμάνε. || Όλοι ~ ίσαμε δέκα. ΠAΡ Όλοι ~ κι ο ψωριάρης χώρια*.

[μσν. αντάμα < εντάμα με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] < ελνστ. φρ. ἐν τῷ ἅμα με αποφυγή της χασμ. (αρχ. ἅμα `αμέσως, μαζί΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
αντάμα, επίρρ.· ανδάμα· αντάμε· αντάμι· αντάμιν· ανταμού· αντάμως· ανταμώς· εντάμα· εντάμι· ενταμού· ενταμώς.
  • 1)
    • α) (Tροπ.) (συχνά με το επίθ. όλος· η επανάληψη αντάμι αντάμι για επίταση) μαζί:
      • και το ψωμίν εκλείδωσεν και το κρασίν εντάμα (Προδρ. I 179
      • όλοι αντάμα εγράψαν εις χαρτίν τες αφορμές (Mαχ. 4632
      • αντάμι αντάμι θυσιάν να τσ’ είχα κάμει (ενν. τις ψυχές) (Πιστ. βοσκ. V 6, 252
    • β) (προκ. για προσέγγιση ή συμπλοκή) μαζί, μεταξύ:
      • γυρεύγουσι τα ταίρια τους αντάμα να σμιχτούσι (Eρωτοπ. 708
      • ο είς τον έτερον θεωρεί εντάμα να συγκρούσουν (Φλώρ. 665
    • γ) (με γεν., αιτιατ., με τις προθ. με, μετά, εις + αιτιατ.) μαζί:
      • (Aχιλλ. L 205), (Διγ. O 2711), (Kυπρ. ερωτ. 7914), (Iμπ. 440), (Λίβ. Esc. 3605).
  • 2)
    • α) (Xρον.) συγχρόνως:
      • ίασε και τας ψυχάς και το κορμίν εντάμα (Συναξ. γυν. 68
    • β) συνεχώς:
      • μέρα και νύκτα αντάμι κοπιάζοντας (Eρωφ. Πρόλ. 54).

[<επίρρ. εντάμα <έκφρ. εν τῳ άμα (10. αι., Steph., λ. άμα [τόμ. II 6c], Δήμ., λ. άμα 4). T. σήμ. ιδιωμ. H λ. στο Meursius και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντάμα [andáma] adv(& rare εντάμα) (D)
  • together (syn μαζί):
    • είμαστε ~ |
    • έρχομαι, πηγαίνω ~ |
    • τρώμε, πίνουμε και τραγουδούμε ~ |
    • prov phr ~κουβεντιάζουμε και χώρια ακούμε (of faculty communication) |
    • ήταν όλοι μαζεμένοι ~ |
    • πήγαμε ~ εις το Σάλωνα (Makryg) |
    • όλη η Pωμιοσύνη σηκώθηκε εντάμα με τους Bενετούς να διώξει τον Tούρκο (Petsalis) |
    • στην ποτίστρα κατεβαίναν οι αγγέλοι χαράματα σπερώματα να δροσιστούν ~με τις πέρδικες (Prevelakis) |
    • αχ, τα καημένα κλαίγανε όλα ~ και φωνάζανε "μάνα μου, πατέρα μου" (Rotas) |
    • η τυχόν έλλειψη της πνευματικής ελευθερίας προκαλεί τη στασιμότητα κι ~ την παρακμή (Evelpidis) |
    • folks. Kατσίγιαννος τα χάρηκε με τον Bίβα ~. | ~τρων και πίνουνε, ~ χαιρετιούνται (DPetrop) |
    • poem θυμούμαι που εκαθόμαστε ~ εκεί στη βρύση (Solom) |
    • γι' αυτούς όλους το παν είναι | μαζωμένο ~ εκεί (id.) |
    • πικρά ~ εβγαίνανε | τα δάκρυα με τα λόγια (id.)

[fr MG αντάμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανταμείβω [andamívo] -ομαι Ρ4 : αμείβω κπ. για κτ. καλό που (μου) έκανε κάνοντας ή προσφέροντάς του κτ. ανάλογο· (πρβ. ανταποδίδω): Ο Θεός να σ΄ ανταμείψει για τις ευεργεσίες σου. Ελπίζω να με ανταμείψετε για τη βοήθεια που σας προσφέρω. || (παθ.): Ελπίζω να ανταμειφτώ για τους κόπους μου / για τις θυσίες μου.

[μσν. ανταμείβω ενεργ. του αρχ. ἀνταμείβομαι `ανταποδίδω΄]

[Λεξικό Κριαρά]
ανταμείβω.
– Βλ. και αντιμεύω.
  • (Eνεργ. και μέσ.) ανταποδίδω:
    • (Σουμμ., Pεμπελ. 181), (Σφρ., Xρον. 1161).

[αρχ. ανταμείβομαι. Το ενεργ. τον 7. αι. (LBG). Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανταμείβω [andamívo] aor αντάμειψα (subj ανταμείψω), pass ανταμείβομαι, aor ανταμείφθηκα & ανταμείφτηκα (subj ανταμειφθώ)
  • ① repay (for a good deed etc), recompense, reward (syn ανταποδίδω):
    • ανταμείβουμε τις καλές πράξεις |
    • τον αντάμειψαν για την εργασία του, τις υπηρεσίες του |
    • ο Θεός να σε ανταμείψει για τις ευεργεσίες σου |
    • οι νόμοι των Kινέζων ανταμείβουν και την αρετή |
    • η φύση μένει πάντα μια καλή μητέρα, που αγαπά και ανταμείβει εκείνον που την αναζητεί (Louros) |
    • μας μιλάει ο Πετράρχης .. για τους αδύνατους, τους ταπεινούς και τους μικρούς που θα 'ρθει η ώρα να ανταμειφθούν (Kanellop) |
    • η στράτευση στην υπηρεσία ενός καθεστώτος ανταμείβεται συνήθως με τίτλους, αξιώματα ή και κροτούν νόμισμα (Roufos) |
    • οι Πέρσες αντάμειβαν γενναιόδωρα τους ξένους που δούλευαν για τα σχέδιά τους (ENRoussos) |
    • η τίμια συμπεριφορά του ανταμείφτηκε με φλογερό έρωτα από το μέρος της κοπέλας (Roufos) |
    • ο Eρμής και οι συντρόφισσές του Xάριτες θ' ανταμείψουν χωρίς άλλο το Λεωκράτη για το αφιέρωμά του (Karouzos) |
    • τον ανταμείβανε η περηφάνεια του και το καμάρι του για την προτίμηση αυτή και η χαρά που χαίροταν (Palam) |
    • poem θα 'ρθει κάποτε | η μέρα που στη ζωή σου | θ' ανταμειφθείς (SNikolaidou)
  • ② pay (for wrongs or crimes perpetrated), punish, requite (syn πληρώνω για κακή πράξη κλ, τιμωρώ):
    • ανταμείφτηκε όπως έπρεπε για το έγκλημά του he was fitly rewarded for his crime

[fr MG ανταμείβω (ανταμέβω, αντιμέβω) ← AG, K (also pap), PatrG ἀνταμείβομαι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντάμειψη [andámipsi] η, (& L αντάμειψις)
  • reward (syn ανταμοιβή):
    • κατακλίθηκε .. του 'ρχεται η Παναγία η Δέσποινα στο ενύπνιο να τόνε πει που την ευχαρίστησε με το άσμα του και που άξιος ο μιστός του και του 'δωκε και νόμισμα για την αντάμειψή του (Papatsonis) |
    • poem ας είχα τη δύναμη να κλάψω μόνος | μες στη βαθιά μου σιωπή | ευλαβική αντάμειψις | και λύτρωσις μαζί· κι ας χανόμουν (NPlevrakis)

[fr MG αντάμειψις, PatrG (Euseb. Alex., 5th c.) ← K (pap, 1st c. BC), Hesych.]

[Λεξικό Κριαρά]
αντάμειψις η· αντίμειψις ‑ψη.
– Βλ. και αντίμεψις ‑ψη.
  • 1) Aνταμοιβή, ανταπόδοση:
    • κατά τας πράξεις και τα έργα αυτού έκαστος την αντάμειψιν λήψεται (Ψευδο-Σφρ. 1861‑2).
  • 2) «Πληρωμή», τιμωρία:
    • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 55420).

[μτγν. ουσ. αντάμειψις. H λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ. (ψη)]

[Λεξικό Κριαρά]
ανταμεύω,
βλ. αντιμεύω.
< Previous   [1] 2 3 4   Next >
Go to page:Go