Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όσο
4 εγγραφές [1 - 4]
όσο [óso] & (λόγ.) όσον [óson] στη σημ. Iβ : I. επίρρ.· εισάγει δευτερεύουσες αναφορικές προτάσεις και δηλώνει: α. ποσότητα, έκταση κτλ. που ορίζεται από τα συμφραζόμενα: Πλήρωσε ~ θέλεις. Είναι έξυπνος ~ κανείς (άλλος). ~ μπορείς / αντέχεις. || με άρνηση για να δηλώσει την έννοια του πάρα πολύ: Tον βοήθησε ~ δε φαντάζεσαι, πάρα πολύ. Ήταν όμορ φη ~ ποτέ άλλοτε, περισσότερο από κάθε φορά. || συχνά προηγείται το επίρρημα τόσο: Xάρηκε τόσο πολύ, ~ δε φαντάζεσαι, έδειξε τόση χαρά, όση δε φαντάζεσαι. Δεν τους πείραξε τόσο η μουσική ~ το σκωπτικό περιεχόμενο των στίχων. || με επίρρημα συγκριτικού βαθμού: ~ γρηγορότερα το αποφασίσετε τόσο το καλύτερο. Nα ΄ρθετε ~ πιο γρήγορα μπορείτε. || (έκφρ.) ~ το δυνατό(ν) / ~ γίνεται, μπορεί, με επίρρημα συγκριτικού βαθμού: Nα προσπαθήσεις ~ το δυνατό(ν) περισσότερο. Tο ζωγράφισε ~ γινόταν / μπορούσε καλύτερα. || σε ΦΡ και εκφράσεις ~ ~, σε πολύ χαμηλή τιμή, προκειμένου για πωλητή ή σε πολύ υψηλή τιμή προκειμένου για αγοραστή: Tο πουλάει ~ ~, πολύ φτηνά. Tο αγοράζω ~ ~, όσο πολλά και αν μου ζητήσουν. ~ βαστά η ψυχή μου, σου κτλ., όσο αντέχω, χωρίς μέτρο ή περιορισμό. ~ περνά από το χέρι μου, σου κτλ., όσο εξαρτάται από εμένα. ΠAΡ Στου κουφού* την πόρτα ~ θέλεις βρόντα. β. αναφορά (με το για): ~ για το βιβλίο, θα δούμε πότε θα σου το στείλω. ~ για μένα, μην ανησυχείς. ~ για πλούσιος, πράγματι έκανε πολλά λεφτά. (έκφρ.) όσον αφορά*. II. σύνδ.· με το (και) να / και / κι αν εισάγει: 1. αναφορικές παραχωρητικές ή εναντιωματικές προτάσεις: ~ και να φώναζε, κανείς δεν τον άκουγε, ακόμη και αν. ~ κι αν δεν ήθελε, ήταν υποχρεωμένος να το κάνει. Δε θα τον συγχωρούσα, ~ κι αν παρακαλούσε. ~ και να μην το θέλουμε, αυτή είναι η πραγματικότητα. Ο Θεός τον προστάτευε, ~ κι αν δεν άξιζε την προστασία του, αν και δεν, μολονότι δεν. ΦΡ ~ να ΄ναι: α. για κτ. που δεν αλλάζει και αναγκαστικά ισχύει: Πρέπει να τον ακούσεις· ~ να ΄ναι πατέρας σου είναι. β. (προφ.) συχνά ως απάντηση με την οποία ο ομιλητής αποδέχεται προηγούμενο έπαινο: Είσαι αξιέπαινος, τα κατάφερες. - (Ε!) ~ να ΄ναι! ~ να πεις, για κτ. που δεν αλλάζει και αναγκαστικά ισχύει. 2. χρονικές προτάσεις. α. δηλώνει πράξη που διαρκεί όσο και η πράξη που εκφράζει η κύρια πρόταση ή συμβαίνει συγχρόνως με αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση· ενόσω: ~ είναι ξαπλωμένος, δε νιώθει πόνο, όσο διάστημα, όση ώρα. ~ ζω, ελπίζω. ~ έβλεπε την επιμονή του, δεν ήθελε να τον δυσαρεστήσει. ~ θα ετοιμάζεστε, θα κάνω μερικά ψώνια. || με το που: ~ που αντέχω, θα τους βοηθώ. || χρόνο και αιτία· ενόσω και, επειδή: ~ έβλεπε την επιμονή του, δεν ήθελε να τον δυσαρεστήσει. ~ (πάλι) καταλάβαινε ότι το θέλει, δεν ήθελε να του το αρνηθεί. β. με το που δηλώνει πράξη που διακόπτει τη διάρκεια της κύριας, προσδιοριζόμενης πρότασης· ώσπου, έως ότου: Tον χαιρετού σαν, ~ που χάθηκε το τρένο από τα μάτια τους. γ. με το (που) να, δηλώνει προσδοκώμενη πράξη η οποία θα συντελεστεί συγχρόνως με την πρά ξη που εκφράζει η κύρια πρόταση· ώσπου να, έως ότου να: ~ να ετοιμα στείτε, θα κάνω μια βόλτα. Διάβασε κάτι, ~ που νά ΄ρθει η σειρά σου. Έχεις καιρό, ~ να σε φωνάξουν. ΦΡ ~ να πεις μισό* / κύμινο*. δ. συχνά σε διηγήσεις με το να δηλώνει πράξη η οποία χρονικά ακολουθεί την πράξη της κύριας προσδιοριζόμενης πρότασης· ώσπου να, έως ότου να: ~ να πάει και νά ΄ρθει, όλα είχαν τελειώσει.

[αρχ. ὅσον (ουδ. της αντων. ὅσος, στη σημ. Ι)· λόγ. < αρχ. ὅσον]

οσονούπω [osonúpo] επίρρ. χρον. : (λόγ.) σε λίγο.

[λόγ. < αρχ. φρ. ὅσον οὔπω]

όσος -η -ο [ósos] αντων. αναφ. (βλ. Ε3) : 1. σε θέση ουσιαστικού ή επιθέτου και σε αντιστοιχία με το επίθετο όλος ή με τη δεικτική αντωνυμία τόσος που προαναφέρεται ή εννοείται, ή σε συσχετισμό με την ερωτηματική αντωνυμία πόσος, για να ορίσει ποσότητα, μέγεθος, πλήθος, χρόνο, διάστημα κτλ. που δηλώνει το ουσιαστικό που προσδιορίζει: Όσοι τον άκουσαν συμφώνησαν, όλοι όσοι… Πήρε όσα χρειάστηκε, όλα όσα. Xρειάστη κε τόσο χρόνο, όσο ακριβώς είχε υπολογίσει. Είχε τόσες ευκαιρίες, όσες και οι συμμαθητές του; Δεν είχε τόση επιρροή, όση χρειαζόταν για να τους πείσει. Όσους ζητήσεις, τόσους και θα έχεις. (έκφρ.) όσα δίνεις, τό σα* παίρνεις. ΦΡ όσα έρθουν κι όσα πάνε, για κτ. που γίνεται χωρίς σχεδιασμό, προγραμματισμό, που αφήνεται στην τύχη του και ως χαρακτηρισμός για άνθρωπο που ενεργεί μ΄ αυτόν τον τρόπο. ΠAΡ ΦΡ όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος*. || συχνά κυρίως στον προφορικό λόγο παραλείπεται η αντωνυμία τόσος: Δεν του έδωσε (τόσα) όσα του είχε δανείσει. Πάρε όσα βιβλία θέλεις. Πόσα λεφτά θέλεις; -Όσα δικαιούμαι. Πόσος χρόνος χρειάζεται; - (Tόσος) ~ αναφέρεται στον προγραμματισμό. || με παράλειψη του ουσιαστικού: Παίρνει ίδιο / ίσο μισθό όσο κι εσύ, όσο μισθό παίρνεις κι εσύ, ίδιο μισθό με εσένα. Δάνεισέ μου όσα περισσότερα μπορείς. Όσοι βιάζονται μπορούν να φύγουν. || συχνά από έλξη χρησιμοποιείται στην πτώση της δεικτικής αντωνυμίας που παραλείπεται: Aπευθύνομαι σε όσους ενδιαφέρονται, σε εκείνους όσοι… Aπό όσους το άκουσαν κανένας δε βοήθησε, από εκείνους / αυτούς όσοι το άκουσαν… (έκφρ.) όσα όσα, σε πολύ χαμηλή τιμή: Tο πουλάει όσα όσα. 2. με γενική και αόριστη σημασία που συχνά επιτείνεται από το τυχόν ή από παραχωρητική πρόταση, συνήθ. σε θέση επιθέτου: Όσοι τυχόν μαθητές θέλουν να συμμετάσχουν πρέπει να το δηλώσουν. Όσοι προσπαθούν πετυχαίνουν. Aγωνιζόταν με όση δύναμη τυχόν του είχε απομείνει. Δεν μπορεί να πετύχει όση προσπάθεια κι αν καταβάλει. (έκφρ.) μύριοι* όσοι. (λόγ.) πλείστοι* όσοι. || με τη σημασία του όλος: Όση περιουσία είχε την άφησε στα παιδιά του. (έκφρ.) όσα είχε και δεν είχε, τα πάντα, όλα όσα είχε. 3. (ουδ. πληθ., ως ουσ.) τα όσα, αυτά τα οποία: Tα όσα τράβηξε / υπέφερε αυτός δεν τα έχει περάσει κανείς άλλος. Ξέχασες τα όσα σου κατηγορούν; ΦΡ (τα) μύρια* όσα.

[αρχ. ὅσος]

οσοσδήποτε οσηδήποτε οσοδήποτε [osozδípote] αντων. αόρ. αναφ. (βλ. Ε3) : σε θέση επιθέτου (~ χρόνος) ή συνήθ. ουσιαστικού (οσοιδήπο τε θελήσουν)· τη χρησιμοποιεί ο ομιλητής, όταν θέλει να εκφράσει έντο νη αοριστία· όσος και αν: Οσοιδήποτε κι αν έρθουν θα χωρέσουν.

[λόγ. < αρχ. ὁσοσδήποτε (μαρτυρείται μόνο στην ιων. διάλ.: ὅσος δή κοτε)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες