Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όρτσα
2 εγγραφές [1 - 2]
όρτσα [órtsa] (άκλ.) : (ναυτ.) παράγγελμα με το οποίο το πλοίο στρέφεται, ώστε να αποκτήσει πορεία αντίθετη προς τον άνεμο. ANT πόντζα. || (ως επίρρ.): Tο καράβι ταξιδεύει ~.

[ιταλ. orza (προστ. του ρ. orzare: ορτσάρω)]

ορτσάρω [ortsáro] Ρ6α : (ναυτ.) οδηγώ το πλοίο αντίθετα στον άνεμο. ANT ποντζάρω. || Ορτσάρει το καράβι, κινείται αντίθετα στον άνεμο.

[ιταλ. orzar(e) (σύγκρ. όρτσα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες