Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χυτοσίδηρος
1 εγγραφή
χυτοσίδηρος ο [xitosíδiros] Ο20α : κράμα σιδήρου και άνθρακα, με σχετικά μεγάλη περιεκτικότητα σε άνθρακα· μαντέμι: Σωλήνες / μπανιέρες από χυτοσίδηρο.

[λόγ. χυτ(ός) -ο- + σίδηρος μτφρδ. γερμ. Gusseisen]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες