Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χυμώ
2 εγγραφές [1 - 2]
χυμάω [ximáo] & & χιμάω [ximáo] & Ρ10.7α : 1.κινούμαι ορμητικά εναντίον κάποιου· χύνομαιII2α: Tου χύμηξε ένα άγριο σκυλί και τον δάγκωσε. Xύμηξε πάνω μου με το μαχαίρι. Οι στρατιώτες χύμηξαν στον εχθρό. 2. (μτφ.) εκδηλώνω με έντονο τρόπο τη δυσαρέσκειά μου: Tόλμησα να μιλήσω και χύμηξαν όλοι να με φάνε, έπεσαν.

[χυμ-: μσν. *χυμώ (πρβ. μσν. χουμώ με τροπή [i > u] από επίδρ. του χειλ. [m] ) ίσως < αρχ. χύμ(α) `υγρό που χύνεται΄ -ώ· χιμ-: ορθογρ. απλοπ.]

χυμώδης -ης -ες [ximóδis] Ε11 : 1.που περιέχει άφθονους χυμούς· ζουμερός: ~ καρπός. 2. (μτφ.) α. για γυναίκα με πολλή φρεσκάδα και ωραίες καμπύλες. β. για λόγο πλούσιο σε εκφραστικά μέσα· (πρβ. ζουμερός).

[λόγ.: 1: ελνστ. χυμώδης· 2: σημδ. αγγλ.(;) juicy]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες