Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χυδαϊσμός
1 εγγραφή
χυδαϊσμός ο [xiδaizmós] Ο17 : (μειωτ., παρωχ.) κατά τους οπαδούς της καθαρεύουσας, η χρησιμοποίηση της ακραίας δημοτικής γλώσσας.

[λόγ. χυδαϊσ- (χυδαΐζω) -μός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες