Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χυδαϊσμός ο [xiδaizmós] Ο17 : (μειωτ., παρωχ.) κατά τους οπαδούς της καθαρεύουσας, η χρησιμοποίηση της ακραίας δημοτικής γλώσσας.
[λόγ. χυδαϊσ- (χυδαΐζω) -μός]