Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χρυσώνω
1 εγγραφή
χρυσώνω [xrisóno] -ομαι Ρ1 : 1α.καλύπτω κτ. με φύλλο χρυσού· επιχρυσώνω: Έταξε στην Παναγία να της χρυσώσει την εικόνα. ΦΡ ~ το χάπι, λέω σε κπ. δυσάρεστα πράγματα, τονίζοντας όμως κάποια θετικά σημεία, για να απαλύνω την εντύπωση. να με χρυσώσουν δεν το κάνω, όσο και να με παρακαλέσουν ή ό,τι και να μου δώσουν. β. χαρίζω σε κπ. χρυσό κόσμημα ή νόμισμα για γούρι: ~ το νεογέννητο / τη νύφη. 2. δίνω σε κτ. το χρώμα και τη λάμψη του χρυσού: Ο ήλιος χρύσωνε με τις ακτίνες του τον ουρανό.

[αρχ. χρυσ(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες