Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χιονοστρόβιλος
1 εγγραφή
χιονοστρόβιλος ο [xonostróvilos] Ο20 : δυνατός αέρας που κάνει το χιόνι να στροβιλίζεται.

[λόγ. χιονο- + στρόβιλος μτφρδ. γαλλ. tourbillon de neige]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες