Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: χαρτοπαιξία
1 item total
χαρτοπαιξία η [xartopeksía] Ο25 : συστηματικό παίξιμο χαρτιών: Tον κυρίεψε το πάθος της χαρτοπαιξίας.

[λόγ. χαρτοπαίκ(της) -σία μτφρδ. αγγλ. card-playing]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go