Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χαρτοπαιξία η [xartopeksía] Ο25 : συστηματικό παίξιμο χαρτιών: Tον κυρίεψε το πάθος της χαρτοπαιξίας.
[λόγ. χαρτοπαίκ(της) -σία μτφρδ. αγγλ. card-playing]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. χαρτοπαίκ(της) -σία μτφρδ. αγγλ. card-playing]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |