Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χαριτόβρυτος -η -ο [xaritóvritos] Ε5 : (λόγ., ειρ.) χαριτωμένος: Mια χαριτόβρυτη δεσποινίδα.
[λόγ. < μσν. χαριτόβρυτος < χαριτ- (αρχ. χάρις) -ο- + αρχ. βρύ(ω) `είμαι γεμάτος από φυτά΄ -τος]