Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαριτόβρυτος
1 εγγραφή
χαριτόβρυτος -η -ο [xaritóvritos] Ε5 : (λόγ., ειρ.) χαριτωμένος: Mια χαριτόβρυτη δεσποινίδα.

[λόγ. < μσν. χαριτόβρυτος < χαριτ- (αρχ. χάρις) -ο- + αρχ. βρύ(ω) `είμαι γεμάτος από φυτά΄ -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες