Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φρακάρισμα το [frakárizma] Ο49 : το αποτέλεσμα του φρακάρω, η ακινητοποίηση εξαιτίας στριμώγματος, σφηνώματος κτλ.: Tο ~ της πόρτας / του δρόμου. || (μτφ.): Tο ~ της σκέψης / του μυαλού.
[φρακαρισ- (φρακάρω) -μα]