Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υποτυπώδης
1 εγγραφή
υποτυπώδης -ης -ες [ipotipóδis] Ε11 : 1.(βιολ.) που βρίσκεται σε ατελή μορφή, του οποίου έχει ανακοπεί ή δεν έχει ολοκληρωθεί η κανονική εξέλιξη και διάπλαση: ~ εγκέφαλος. ~ μορφή ζωής. Στο εμβρυακό στάδιο τα όργανα του ανθρώπου βρίσκονται σε υποτυπώδη κατάσταση. Yποτυπώδες όργανο, όργανο ή τμήμα ενός ζωντανού οργανισμού που με την πάροδο των γενεών έχει εκφυλιστεί, αχρηστευθεί και δεν εκτελεί πια καμία λειτουργία: H σκωληκοειδής απόφυση και ο κόκκυγας είναι τα πιο γνωστά υποτυπώδη όργανα του ανθρώπου. 2. για κτ. που βρίσκεται ή που έχει παραμείνει σε ένα πολύ αρχικό στάδιο, με όλες τις ατέλειες, τις ελλείψεις ή τα ελαττώματα που αυτό συνεπάγεται: Δουλεύουν με υποτυπώδη μέσα. H οργάνωση της νέας επιχείρησης είναι τελείως ~. Παρουσίασε μια υποτυπώδη μελέτη. υποτυπωδώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ὑποτυπ(ῶ) `σχεδιάζω σε γενικές γραμμές΄ -ώδης μτφρδ. γαλλ. rudimentaire· λόγ. υποτυπώδ(ης) -ώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες