Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπερμέτρωπας ο [ipermétropas] Ο5 : αυτός που πάσχει από υπερμετρωπία.
[λόγ. υπερμέτρ(ωψ) -ωπας < γαλλ. hypermétrope < hypermétropie = υπερμετρωπία (αναδρ. σχημ.)]