Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπερμέτρωπας
1 εγγραφή
υπερμέτρωπας ο [ipermétropas] Ο5 : αυτός που πάσχει από υπερμετρωπία.

[λόγ. υπερμέτρ(ωψ) -ωπας < γαλλ. hypermétrope < hypermétropie = υπερμετρωπία (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες