Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπερβέβαιος
1 εγγραφή
υπερβέβαιος -η -ο [ipervéveos] Ε5 λόγ. θηλ. και υπερβεβαία : πάρα πολύ βέβαιος, παραπάνω από βέβαιος: Δεν είμαι απλώς βέβαιος, είμαι ~.

[λόγ. υπερ- + βέβαιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες