Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπασπιστής
1 εγγραφή
υπασπιστής ο [ipaspistís] Ο7 θηλ. υπασπίστρια [ipaspístria] Ο27 : αξιωματικός (ή σπανιότερα υπαξιωματικός) στην άμεση υπηρεσία ανώτατου στρατιωτικού ή πολιτικού αξιωματούχου: ~ του στρατηγού / του υπουργού Εθνικής Aμύνης / του Προέδρου της Δημοκρατίας. || ~ λόχου / τάγματος, προϊστάμενος του γραφείου του διοικητή του λόχου / του τάγματος.

[λόγ. < αρχ. ὑπασπιστής `που κρατάει την ασπίδα΄ σημδ. γαλλ. écuyer· λόγ. υπασπισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες