Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τρόχαλο
2 items total [1 - 2]
τρόχαλο το [tróxalo] Ο41 : α. κροκάλα. β. χοντρό χαλίκι. || ψηφίδα μαρμάρου.

[< τρόχαλος μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]

τρόχαλος ο [tróxalos] Ο20 : (λαϊκότρ.) α. σωρός από πέτρες. β. τοίχος από ξερολιθιά.

[αρχ. επίθ. τροχαλός `που τρέχει, στρογγυλός΄ υποχωρ. αναλ. προς άλλα ζευγάρια ουσ. - επίθ. με παρόμοιο τονικό σχ.: κάστανο - καστανός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go