Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρυφερότητα
1 εγγραφή
τρυφερότητα η [triferótita] Ο28 : η ιδιότητα του τρυφερού. ANT σκληρότητα. 1. το να είναι κτ. μαλακό, απαλό: H ~ της παιδικής επιδερμίδας. 2. (μτφ.) α. έκφραση συναισθημάτων αγάπης: H ~ της μάνας για το παιδί. Tο βλέμμα του ήταν γεμάτο ~. || (πληθ.) εκδηλώσεις ερωτικής αγάπης, ερωτικές διαχύσεις: Tο νεαρό ζευγάρι ήταν όλο τρυφερότητες. β. ευαισθησία: Ο θάνατος του πατέρα πλήγωσε την παιδική του ~.

[λόγ. < αρχ. τρυφερότης, αιτ. -ητα `πολυτέλεια΄ κατά τη σημ. του τρυφερός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες