Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τραγουδιστής
1 εγγραφή
τραγουδιστής ο [traγuδistís] Ο7 θηλ. τραγουδίστρια [traγuδístria] Ο27 : 1. αυτός που τραγουδάει ωραία και κυρίως ο επαγγελματίας καλλιτέχνης που ασχολείται με το τραγούδι: ~ / τραγουδίστρια ελαφρών / μοντέρνων τραγουδιών. ~ κλασικού τραγουδιού, αοιδός. 2. αυτός που εξυμνεί με στίχους ή με τραγούδια κπ. ή κτ.: Ο Παλαμάς, ο ~ της λιμνοθάλασσας.

[μσν. τραγουδιστής < τραγουδ(ώ) -ιστής· λόγ. τραγουδισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες