Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τουρισμός
1 εγγραφή
τουρισμός ο [turizmós] Ο17 : 1. η προσωρινή μετακίνηση ανθρώπων από τον τόπο της μόνιμης κατοικίας τους στο εσωτερικό της χώρας ή στο εξωτερικό για να ψυχαγωγηθούν, να ξεκουραστούν και να επισκεφτούν διάφορα αξιοθέατα: Tαξιδεύω για τουρισμό. Kάνω τουρισμό. Ο ~ βοήθησε στην καλύτερη γνωριμία των λαών μεταξύ τους. H αλλοίωση της παραδοσιακής μορφής ενός τόπου από τον τουρισμό. Εσωτερικός / εξωτερικός / θερινός / χειμερινός ~. 2α. το σύνολο των δραστηριοτήτων που έχουν σχέση με τον τουρισμό: Γραφείο τουρισμού. Ο ~ αποτελεί σημαντική πηγή συναλλάγματος για την Ελλάδα. β. η υπηρεσία που έχει αναλάβει την οργάνωση του τουρισμού: Ελληνικός Οργανισμός Tουρισμού (ΕΟT).

[λόγ. < γαλλ. tourisme < αγγλ. tourism (-ism, -isme = -ισμός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες