Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τουλούμπα
2 items total [1 - 2]
τουλούμπα 1 η [tulúmba] Ο25α : χειροκίνητη αντλία νερού· τρόμπα.

[τουρκ. tulumba]

τουλούμπα 2 η : είδος ατομικού γλυκίσματος με σιρόπι. τουλουμπάκι το YΠΟKΟΡ.

[< τουλούμπα 1 (από την ομοιότητα του σχήματος)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go