Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταβερνιάρης
1 εγγραφή
ταβερνιάρης ο [tavernáris] Ο11 θηλ. ταβερνιάρισσα [tavernárisa] Ο27α : ιδιοκτήτης και συχνά και σερβιτόρος ταβέρνας.

[μσν. ταβερν(άρης) -ιάρης < ταβερνάριος με αποφυγή της χασμ. < λατ. tabernari(us) -ος· ταβερνιά ρ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες