Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τήβεννος
1 item total
τήβεννος η [tívenos] Ο36 : 1. μανδύας χωρίς ραφές, που άφηνε ακάλυπτο το δεξί χέρι και που τον φορούσαν οι Ρωμαίοι, κυρίως των ανώτερων κοινωνικών τάξεων. 2. μακρύ επίσημο ένδυμα, που μοιάζει με ράσο και που το φορούν, σε τελετές ή σε συνεδριάσεις, καθηγητές ανώτατων εκπαιδευ τικών ιδρυμάτων, ακαδημαϊκοί και ανώτατοι δικαστικοί.

[λόγ. < ελνστ. τήβεννος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go