Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σωρείτης
2 εγγραφές [1 - 2]
σωρείτης 1 ο [sorítis] Ο10 : (λογ.) σύνθετος συλλογισμός που αποτελείται από πολλούς αλληλένδετους απλούς συλλογισμούς. || ~ ερωτήσεων, πλήθος από ερωτήσεις.

[λόγ. < ελνστ. σωρείτης `ψευδής συλλογισμός΄, ίσως και: `σύνθετος συλλογισμός΄, ή κατά τη σημ. του γαλλ. sorite < ελνστ. σωρείτης]

σωρείτης 2 ο : (μετεωρ.) μεγάλο πυκνό νέφος, λευκό κυρίως στα άκρα, με επίπεδη βάση και με κορυφή που σχηματίζει στρογγυλές προεξοχές.

[λόγ. < σωρείτης 1 σημδ. νλατ. cumulus]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες