Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σχολνώ [sxolnó] & -άω & σκολνώ [skolnó] & -άω Ρ10.4α : (λαϊκότρ.) σχο λώ, συνήθ. στη σημ. 1.
[λόγ. επίδρ. στο σκολνώ < σκολ(ώ) (δες στο σχολώ) μεταπλ. -νώ με βάση το συνοπτ. θ. σχολασ- κατά το σχ.: πεινασ- (πείνασα) - πεινώ]