Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σχολιαστής
1 εγγραφή
σχολιαστής ο [sxoliastís] Ο7 θηλ. σχολιάστρια [sxoliástria] Ο27 : 1.αυτός που γράφει κριτικά ή επεξηγηματικά σημειώματα ή άρθρα, που αφορούν λογοτεχνικά συνήθ. κείμενα: Οι αρχαίοι σχολιαστές, που έγραφαν σχόλια στα περιθώρια συνήθ. των χειρογράφων αρχαίων Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων. 2. δημοσιογράφος που σχολιάζει την πολιτική κυρίως ειδησεογραφία.

[λόγ.: 1: ελνστ. ή μσν. σχολιαστής < σχολιασ- (σχολιάζω) -τής· 2: σημδ. γαλλ. commentateur· λόγ. σχολιασ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες