Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σχηματισμός
1 εγγραφή
σχηματισμός ο [sximatismós] Ο17 : ο τρόπος με τον οποίο σχηματίζεται ή έχει σχηματιστεί κτ. 1α. συσσώρευση ή ανακατανομή υλικών στοιχείων τα οποία παίρνουν μια νέα μορφή: Ο ~ κρατήρων στην επιφάνεια του εδάφους. Ο ~ κηλίδων στο δέρμα / ρωγμών σε ένα κτίριο. Ο ~ του εμβρύου. β. το αποτέλεσμα του σχηματισμού, η εξωτερική μορφή ενός υλικού σώματος: Γεωλογικοί / τριχοειδείς σχηματισμοί. γ. (γραμμ.) η δημιουργία νέου γραμματικού τύπου από μία κοινή ρίζα: Ο ~ του αορίστου του ρήματος “γράφω”. 2. η σύμφωνα με ορισμένους τύπους διάταξη: α. των ανδρών ενός στρατιωτικού τμήματος: ~ πορείας / εφόδου. β. των πολεμικών πλοίων ή αεροσκαφών: Tα αεροπλάνα πετούσαν σε ωραίους σχηματισμούς. 3. (στρατ.) μεγάλη μονάδα του στρατού που αποτελείται από μονάδες διάφορων όπλων και σωμάτων και έχει διοικητική αυτοτέλεια (όπως η ταξιαρχία, η μεραρχία, το σώμα στρατού). 4. η συγκρότηση ομάδας ατόμων σε ένα ενιαίο λειτουργικό σύνολο: Ο πρωθυπουργός θα αναλάβει το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης. Ο ~ ένοπλων ομάδων.

[λόγ.: 1α, β: αρχ. σχηματισμός `διαμόρφωση΄ σημδ. γαλλ. formation· 1γ, 2: ελνστ. σημ. & σημδ. γαλλ. formation· 3, 4: σημδ. γαλλ. formation]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες