Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σφιχτός
1 εγγραφή
σφιχτός -ή -ό [sfixtós] Ε1 : I1α.που σφίγγει κπ. ή κτ., που τον περιβάλλει με πίεση και με δύναμη: Σφιχτό αγκάλιασμα. || που εφαρμόζει τόσο πολύ στο σώμα, ώστε να το πιέζει και να το εμποδίζει να κινείται ελεύθερα: H φούστα είναι πολύ σφιχτή στη μέση. Tο πουκάμισο είναι σφιχτό στο λαιμό. β. για κτ. που το έχουν σφίξει πολύ, ώστε να μη λύνεται, να μην αποσυνδέεται ή να μη μετακινείται εύκολα: Ο κόμπος είναι πολύ ~. H πόρτα είναι σφιχτή και δεν ανοίγει εύκολα. 2α. για ουσία με μικρή περιεκτικότητα σε υγρασία: Σφιχτά αυγά. ANT μαλακά. Σφιχτή μαγιονέζα. ANT αραιή. || Οι αθλητές έχουν σφιχτούς μυς / σφιχτό κορμί. ANT πλαδαρός. β. για κτ. που έχει πυκνή υφή, χωρίς ενδιάμεσα κενά: Σφιχτό πλέξιμο. ANT αραιό. II. (μτφ., προφ.) που δεν ξοδεύει εύκολα τα χρήματα· τσιγκούνης*. σφιχτά ΕΠIΡΡ: Tον κρατούσε ~ από το χέρι. Tο έδεσα ~ για να μη λυθεί. ~ πλεγμένος.

[μσν. σφικτός (μαρτυρείται στη σημ.: `σταθερός΄) με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < αρχ. σφιγκτός `σφιχτοδεμένος΄ με αποβ. του [ŋ] πριν από [g] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες