Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σφετεριστής ο [sfeteristís] Ο7 θηλ. σφετερίστρια [sfeterístria] Ο27 : αυτός που έχει σφετεριστεί κτ.: Ο ~ του θρόνου. Σφετεριστές του δημόσιου χρήματος. || ~ αντιστασιακών τίτλων, για κπ. που παρουσιάζεται ως αντιστασιακός, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι.
[λόγ. < αρχ. σφετεριστής· λόγ. σφετερισ(τής) -τρια]